ούτε φως για να διαβάσω
το γλυκό σου γράμμα, ωχ, μανούλα μου
Καλοκαίρι κι είναι κρύο
ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου, ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
είμαι της γερακίνας γιος
Τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές
εγώ αντέχω τις φωτιές
Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις
Ένα ρούχο ματωμένο
στρώνω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσιμέντο, ωχ, μανούλα μου
Στο κελί το διπλανό μου
φέραν κάποιον αδελφό μου
πόσο θα τραβήξει, ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός...